Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο/η θεοφόρος το θεοφόρο
      γενική του/της θεοφόρου του θεοφόρου
    αιτιατική τον/τη θεοφόρο το θεοφόρο
     κλητική θεοφόρε θεοφόρο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι θεοφόροι τα θεοφόρα
      γενική των θεοφόρων των θεοφόρων
    αιτιατική τους/τις θεοφόρους τα θεοφόρα
     κλητική θεοφόροι θεοφόρα
Λόγιο επίθετο που δε συνηθίζει τον νεότερο τύπο του θηλυκού σε .
ομάδα '-ος -ος -ο', Κατηγορία όπως «εμβολοφόρος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

θεοφόρος < αρχαία ελληνική < θεο- + -φόρος

  Επίθετο επεξεργασία

θεοφόρος, -ος, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία


Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / θεοφόρος τὸ θεοφόρον
      γενική τοῦ/τῆς θεοφόρου τοῦ θεοφόρου
      δοτική τῷ/τῇ θεοφόρ τῷ θεοφόρ
    αιτιατική τὸν/τὴν θεοφόρον τὸ θεοφόρον
     κλητική ! θεοφόρε θεοφόρον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ θεοφόροι τὰ θεοφόρ
      γενική τῶν θεοφόρων τῶν θεοφόρων
      δοτική τοῖς/ταῖς θεοφόροις τοῖς θεοφόροις
    αιτιατική τοὺς/τὰς θεοφόρους τὰ θεοφόρ
     κλητική ! θεοφόροι θεοφόρ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ θεοφόρω τὼ θεοφόρω
      γεν-δοτ τοῖν θεοφόροιν τοῖν θεοφόροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «τοξοβόλος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

θεοφόρος < θεο- + -φόρος

  Επίθετο επεξεργασία

θεοφόρος, -ος, -ον

  1. αυτός που φέρει κατά διάνοια θεό ή θεούς
  2. ο ένθεος, ο θεόπνευστος