ανεγκρατής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ανεγκρατής | η | ανεγκρατής | το | ανεγκρατές |
γενική | του | ανεγκρατούς* | της | ανεγκρατούς | του | ανεγκρατούς |
αιτιατική | τον | ανεγκρατή | την | ανεγκρατή | το | ανεγκρατές |
κλητική | ανεγκρατή(ς) | ανεγκρατής | ανεγκρατές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ανεγκρατείς | οι | ανεγκρατείς | τα | ανεγκρατή |
γενική | των | ανεγκρατών | των | ανεγκρατών | των | ανεγκρατών |
αιτιατική | τους | ανεγκρατείς | τις | ανεγκρατείς | τα | ανεγκρατή |
κλητική | ανεγκρατείς | ανεγκρατείς | ανεγκρατή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Επίθετο
επεξεργασίαανεγκρατής (el), -ής, -ές και ακρατής (el), -ής, -ές
- ασυγκράτητος
- με μη σωστά λειτουργούσα προζωστρίδα (ενδοκρινολογικά ή αξονικά)
- ανήθικος
- χωρίς αναστολές
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασία- εγκρατής
- συγκρατημένος
- λογικός
- ορθολογικός
- προνοητικός
- μετριοπαθής
- που έχει τακτ
- που έχει τρόπους
- υπομονετικός
- εργατικός
- συγκροτημένος (ως προσωπικότητα)
Μεταφράσεις
επεξεργασία- αγγλικά : uninhibited (en), unrestrained (en), unrepressed (en), abandoned (en), wild (en), impetuous (en), carefree (en), reckless (en)• unrestricted (en), unconstrained (en), uncontrolled (en), uncurbed (en), unchecked (en), unbridled (en), intemperate (en), boisterous (en), wanton (en)
|| unreserved (en), unrepressed (en), liberated (en), unconstrained (en), unselfconscious (en), free and easy (en), relaxed (en), informal (en), open (en), outgoing (en), extrovert (en), candid (en), outspoken (en), frank (en), forthright (en), spontaneous (en), instinctive (en), shameless (en)• upfront (en)