unrestrained
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | unrestrained |
συγκριτικός | more unrestrained |
υπερθετικός | most unrestrained |
Επίθετο
επεξεργασία- ακάθεκτος
- ⮡ The enemy was advancing unrestrained.
- Ο εχθρός προχωρούσε ακάθεκτος.
- ⮡ The enemy was advancing unrestrained.