Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Πάτροκλος οι Πάτροκλοι
      γενική του Πατρόκλου των Πατρόκλων
    αιτιατική τον Πάτροκλο τους Πατρόκλους
     κλητική Πάτροκλε Πάτροκλοι
Κατηγορία όπως «άνθρωπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Πάτροκλος < αρχαία ελληνική Πάτροκλος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈpa.tɾo.klos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Πά‐τρο‐κλος

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Πάτροκλος αρσενικό

  1. ανδρικό όνομα
  2. νησίδα της Ελλάδας, κοντά στο Σούνιο
     συνώνυμα: Γαϊδουρονήσι

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Πάτροκλος οἱ Πάτροκλοι
      γενική τοῦ Πατρόκλου τῶν Πατρόκλων
      δοτική τῷ Πατρόκλ τοῖς Πατρόκλοις
    αιτιατική τὸν Πάτροκλον τοὺς Πατρόκλους
     κλητική ! Πάτροκλε Πάτροκλοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Πατρόκλω
γεν-δοτ τοῖν  Πατρόκλοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Πάτροκλος < Πατροκλ(ῆς) + -ος

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Πάτροκλος αρσενικό

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία