Πάτροκλος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Πάτροκλος < αρχαία ελληνική Πάτροκλος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈpa.tɾo.klos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Πά‐τρο‐κλος
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΠάτροκλος αρσενικό
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Πάτροκλος στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία Πάτροκλος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | Πάτροκλος | οἱ | Πάτροκλοι |
γενική | τοῦ | Πατρόκλου | τῶν | Πατρόκλων |
δοτική | τῷ | Πατρόκλῳ | τοῖς | Πατρόκλοις |
αιτιατική | τὸν | Πάτροκλον | τοὺς | Πατρόκλους |
κλητική ὦ! | Πάτροκλε | Πάτροκλοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Πατρόκλω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | Πατρόκλοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Πάτροκλος < Πατροκλ(ῆς) + -ος
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΠάτροκλος αρσενικό
Άλλες μορφές
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη Πατροκλῆς / Πατροκλέης
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- Πάτροκλος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- Πάτροκλος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- Πάτροκλος - Bailly, Anatole (1935) Le Grand Bailly: Dictionnaire grec-français (Το Μεγάλο Μπαγί: Λεξικό [αρχαίας] ελληνικής-γαλλικής), Παρίσι: Hachette.