Κοκκινοσκουφίτσα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Κοκκινοσκουφίτσα | οι | Κοκκινοσκουφίτσες |
γενική | της | Κοκκινοσκουφίτσας | — | |
αιτιατική | την | Κοκκινοσκουφίτσα | τις | Κοκκινοσκουφίτσες |
κλητική | Κοκκινοσκουφίτσα | Κοκκινοσκουφίτσες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Κοκκινοσκουφίτσα < κόκκιν(ος) + -ο- + σκούφ(ος) + υποκοριστικό επίθημα -ίτσα • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ko.ci.no.skuˈfi.t͡sa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κοκ‐κι‐νο‐σκου‐φί\τσα
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΚοκκινοσκουφίτσα θηλυκό
- (παραμύθι) το κοριτσάκι του παραμυθιού, ντυμένο στα κόκκινα, με έναν κόκκινο σκούφο, που πηγαίνει να δει τη γιαγιά του μέσα στο δάσος και συναντά τον κακό λύκο
- (μεταφορικά) κορίτσι ντυμένο σαν την Κοκκινοσκουφίτσα
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία Κοκκινοσκουφίτσα