χαρακτηριστικό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- χαρακτηριστικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου χαρακτηριστικός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχαρακτηριστικό ουδέτερο
- αυτό που χαρακτηρίζει κάποιον ή κάτι· ιδιαίτερο ή κύριο γνώρισμα, ιδιότητα ή ποιότητα προσώπου ή πράγματος
- ⮡ είναι χαρακτηριστικό αυτού του ανθρώπου η ευγένεια
- κάποιο γνώρισμα, ιδιότητα ή ποιότητα προσώπου ή πράγματος
- ⮡ τα γενικά χαρακτηριστικά ενός τραπεζιού είναι το σχήμα της επίπεδης επιφάνειας, ο αριθμός των στηριγμάτων που την υποβαστάζουν, το υλικό κατασκευής του κλπ.
- (αντικειμενοστρεφής προγραμματισμός) κάτι που χαρακτηρίζει ένα αντικειμένου, το οποίο εκφράζεται με τις τιμές που λαμβάνουν μία ή περισσότερες μεταβλητές αντικειμένου (instance variable)[1] και συνηθίζεται η διαχείρισή του να γίνεται με τα properties
- (στον πληθυντικό) χαρακτηριστικά ουδέτερο στον πληθυντικό οι λεπτομέρειες της φυσιογνωμίας κάποιου, του προσώπου του
- ⮡ ο πίνακας απεικόνιζε ρεαλιστικά τα ευγενικά χαρακτηριστικά της γυναίκας
Μεταφράσεις
επεξεργασία χαρακτηριστικό
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαχαρακτηριστικό
- (αρσενικό) αιτιατική ενικού του χαρακτηριστικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του χαρακτηριστικός
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Costas Mourlas, Ph.D., Αντικειμενοστρεφής Προγραμματισμός, σελ. 21, University of Cyprus . Προσπέλαση 2019-11-15