τσουρέκι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τσουρέκι | τα | τσουρέκια |
γενική | του | τσουρεκιού | των | τσουρεκιών |
αιτιατική | το | τσουρέκι | τα | τσουρέκια |
κλητική | τσουρέκι | τσουρέκια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |

Ετυμολογία
επεξεργασία
- τσουρέκι < (άμεσο δάνειο) τουρκική çörek < οθωμανική τουρκική چورك (çörek, στρογγυλό ψωμί)
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /tsuˈre.ci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τσου‐ρέ‐κι
Ουσιαστικό
επεξεργασία
τσουρέκι ουδέτερο
- (γαστρονομία) το είδος αφράτου γλυκίσματος, που ζυμώνεται κυρίως σε εορταστικές περιόδους και ιδίως το Πάσχα, και περιέχει αλεύρι, βούτυρο, αβγά, γάλα, ζάχαρη και διάφορες αρωματικές ουσίες
- ※ μη μας ξυπνήσει από τις χαραμάδες του το φως του πρωινού, με την πασχαλοκουλούρα παραμάσχαλα και το τσουρέκι με το κόκκινο αυγό στη μέση (Βασίλης Βασιλικός, Τα δώρα της αγάπης, «Νέα Σύνορα», Εκδοτικός Οργανισμός Λιβάνη, 1998, σελ. 133)