↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τσουρέκι τα τσουρέκια
      γενική του τσουρεκιού των τσουρεκιών
    αιτιατική το τσουρέκι τα τσουρέκια
     κλητική τσουρέκι τσουρέκια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Ένα τσουρέκι

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τσουρέκι < (άμεσο δάνειο) τουρκική çörek < οθωμανική τουρκική چورك (çörek, στρογγυλό ψωμί)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /tsuˈre.ci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τσου‐ρέ‐κι

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τσουρέκι ουδέτερο

Συγγενικά

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία