τσουρεκάκι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τσουρεκάκι | τα | τσουρεκάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | τσουρεκάκι | τα | τσουρεκάκια |
κλητική | τσουρεκάκι | τσουρεκάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- τσουρεκάκι < τσουρέκι + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό επεξεργασία
τσουρεκάκι ουδέτερο
- (γλυκό) υποκοριστικό του τσουρέκι
Μεταφράσεις επεξεργασία
τσουρεκάκι
|
Πηγές επεξεργασία
- τσουρεκάκι - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)