Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το λαμπροκούλουρο τα λαμπροκούλουρα
      γενική του λαμπροκούλουρου των λαμπροκούλουρων
    αιτιατική το λαμπροκούλουρο τα λαμπροκούλουρα
     κλητική λαμπροκούλουρο λαμπροκούλουρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

λαμπροκούλουρο < Λαμπρή + -ο- + κουλούρα + -ο

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /lam.bɾo.ˈku.lu.ɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λα‐μπρο‐κού‐λου‐ρο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λαμπροκούλουρο ουδέτερο

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία