τρίπτυχο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τρίπτυχο < αρχαία ελληνική τρίπτυχον, ουδέτερο του τρίπτυχος < τρι- + πτύσσω ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική triptyque ή (σημασιολογικό δάνειο) αγγλική triptych)
Ουσιαστικό
επεξεργασίατρίπτυχο ουδέτερο
- (τέχνη) εικόνα ή σειρά εικόνων ζωγραφισμένη σε τρία τμήματα, εκ των οποίων τα δύο εξωτερικά συνδέονται με μεντεσέδες και διπλώνουν / κλείνουν πάνω στο μεσαίο
- έγγραφο τριών φύλλων
- (μεταφορικά) τρία στοιχεία, έννοιες κ.λπ. που έχουν μεταξύ τους σχέση ή συνδέονται
- (παλαιογραφία) χειρόγραφο που αποτελείται από τρία φύλλα χαρτιού ή περγαμηνής που διπλώνονται στα δύο και ράβονται μαζί κατά μήκος της άκρης τους
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- τρίπτυχο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- τρίπτυχο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- τρίπτυχο - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)