σαλόνι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σαλόνι | τα | σαλόνια |
γενική | του | σαλονιού | των | σαλονιών |
αιτιατική | το | σαλόνι | τα | σαλόνια |
κλητική | σαλόνι | σαλόνια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σαλόνι < (άμεσο δάνειο) ιταλική salone < sala < φραγκική *sal < πρωτογερμανική *salą < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *sel- (καταφύγιο, κατοικία, χωριό)
- για το φιλολογικό σαλόνι, τον χώρο επιβατών, και την τυπογραφία < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική salon [1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /saˈlo.ni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σα‐λό‐νι
Ουσιαστικό
επεξεργασίασαλόνι ουδέτερο
- δωμάτιο επιπλωμένο με καναπέδες και πολυθρόνες για την υποδοχή επισκεπτών
- (έπιπλο) η επίπλωση αυτού του δωματίου
- χώρος επιβατών στο αυτοκίνητο
- (μεταφορικά) χώρος συνάντησης διανοουμένων για συζήτηση
- ⮡ φιλολογικό σαλόνι
- (στον πληθυντικό, ειρωνικά) το αριστοκρατικό περιβάλλον
- ⮡ συνήθισε στα σαλόνια και ξέχασε τη λαϊκή καταγωγή του
- ⮡ απ' τ' αλώνια στα σαλόνια
- (τυπογραφία) συνεχόμενες σελίδες εντύπου που φαίνονται σαν σύνολο και συνήθως περιέχουν μία ενιαία φωτογραφία
Εκφράσεις
επεξεργασία- του σαλονιού: καλομαθημένος στην άνεση και την πολυτέλεια
Παράγωγα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία δωμάτιο
επίπλωση
|
τυπογραφία
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σαλόνι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας