Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σαλόνι τα σαλόνια
      γενική του σαλονιού των σαλονιών
    αιτιατική το σαλόνι τα σαλόνια
     κλητική σαλόνι σαλόνια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
ένα σαλόνι από μπαμπού
 
καθίσματα σε σαλόνι αυτοκινήτου

  Ετυμολογία επεξεργασία

σαλόνι < (άμεσο δάνειο) ιταλική salone < sala < φραγκική *sal < πρωτογερμανική *salą < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *sel- (καταφύγιο, κατοικία, χωριό)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /saˈlo.ni/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σα‐λό‐νι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σαλόνι ουδέτερο

  1. δωμάτιο επιπλωμένο με καναπέδες και πολυθρόνες για την υποδοχή επισκεπτών
     συνώνυμα: καθιστικό
  2. (έπιπλο) η επίπλωση αυτού του δωματίου
  3. χώρος επιβατών στο αυτοκίνητο
  4. (μεταφορικά) χώρος συνάντησης διανοουμένων για συζήτηση
    φιλολογικό σαλόνι
  5. (στον πληθυντικό, ειρωνικά) το αριστοκρατικό περιβάλλον
    συνήθισε στα σαλόνια και ξέχασε τη λαϊκή καταγωγή του
    απ' τ' αλώνια στα σαλόνια
  6. (τυπογραφία) συνεχόμενες σελίδες εντύπου που φαίνονται σαν σύνολο και συνήθως περιέχουν μία ενιαία φωτογραφία

Εκφράσεις επεξεργασία

Παράγωγα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία