σαλονάκι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σαλονάκι | τα | σαλονάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | σαλονάκι | τα | σαλονάκια |
κλητική | σαλονάκι | σαλονάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σαλονάκι < σαλόνι + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό
επεξεργασίασαλονάκι ουδέτερο
- υποκοριστικό του σαλόνι
Μεταφράσεις
επεξεργασία σαλονάκι
|