↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πολύσαρκος η πολύσαρκη το πολύσαρκο
      γενική του πολύσαρκου της πολύσαρκης του πολύσαρκου
    αιτιατική τον πολύσαρκο την πολύσαρκη το πολύσαρκο
     κλητική πολύσαρκε πολύσαρκη πολύσαρκο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πολύσαρκοι οι πολύσαρκες τα πολύσαρκα
      γενική των πολύσαρκων των πολύσαρκων των πολύσαρκων
    αιτιατική τους πολύσαρκους τις πολύσαρκες τα πολύσαρκα
     κλητική πολύσαρκοι πολύσαρκες πολύσαρκα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πολύσαρκος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πολύσαρκος

  Επίθετο

επεξεργασία

πολύσαρκος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / πολύσαρκος τὸ πολύσαρκον
      γενική τοῦ/τῆς πολυσάρκου τοῦ πολυσάρκου
      δοτική τῷ/τῇ πολυσάρκ τῷ πολυσάρκ
    αιτιατική τὸν/τὴν πολύσαρκον τὸ πολύσαρκον
     κλητική ! πολύσαρκε πολύσαρκον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ πολύσαρκοι τὰ πολύσαρκ
      γενική τῶν πολυσάρκων τῶν πολυσάρκων
      δοτική τοῖς/ταῖς πολυσάρκοις τοῖς πολυσάρκοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς πολυσάρκους τὰ πολύσαρκ
     κλητική ! πολύσαρκοι πολύσαρκ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ πολυσάρκω τὼ πολυσάρκω
      γεν-δοτ τοῖν πολυσάρκοιν τοῖν πολυσάρκοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πολύσαρκος < πολύ- + -σαρκος

  Επίθετο

επεξεργασία

πολύσαρκος, -ος, -ον

  1. πολύ παχύς, ευτραφής, παχύσαρκος
    ※  5ος πκε αιώνας Ἱπποκράτης, De diaeta, 2.63, , @scaife.perseus
    συμφέρει οὖν τοῖσι ξηροῖσι καὶ τοῖσι πολυσάρκοισιν, ὅστις καθελεῖν τὴν σάρκα βούλεται, καὶ τοῖσι πρεσβυτέροισι διὰ ψύξιν τοῦ σώματος.
    ※  4ος πκε αιώνας Ἀριστοτέλης, Τῶν περὶ τὰ ζῷα ἱστοριῶν, 7, 2 @scaife.perseus
    καὶ αὐτῶν δ’ οἱ ὑγρότεροι τὰς φύσεις καὶ μὴ πολύσαρκοι λίαν, καὶ οἱ λευκότεροι δὲ τῶν μελάνων.
     συνώνυμα: παχύσαρκος
     αντώνυμα: αρχαία ελληνικά λιπόσαρκος, αρχαία ελληνικά λιποσαρκής, μεσαιωνικά ελληνικά ἰσχνόσαρκος
  2. (μεταφορικά) πολύ ανόητος

Συγγενικά

επεξεργασία