πολύσαρκος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πολύσαρκος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πολύσαρκος
Επίθετο
επεξεργασίαπολύσαρκος, -η, -ο
- (λόγιο, σπάνιο) παχύσαρκος
- ≈ συνώνυμα: ευτραφής, παχύσαρκος
- ≠ αντώνυμα: λιπόσαρκος
Μεταφράσεις
επεξεργασία πολύσαρκος
|
Πηγές
επεξεργασία- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπολύσαρκος, -ος, -ον
- πολύ παχύς, ευτραφής, παχύσαρκος
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἱπποκράτης, De diaeta, 2.63, , @scaife.perseus
- συμφέρει οὖν τοῖσι ξηροῖσι καὶ τοῖσι πολυσάρκοισιν, ὅστις καθελεῖν τὴν σάρκα βούλεται, καὶ τοῖσι πρεσβυτέροισι διὰ ψύξιν τοῦ σώματος.
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοτέλης, Τῶν περὶ τὰ ζῷα ἱστοριῶν, 7, 2 @scaife.perseus
- καὶ αὐτῶν δ’ οἱ ὑγρότεροι τὰς φύσεις καὶ μὴ πολύσαρκοι λίαν, καὶ οἱ λευκότεροι δὲ τῶν μελάνων.
- ≈ συνώνυμα: παχύσαρκος
- ≠ αντώνυμα: αρχαία ελληνικά λιπόσαρκος, αρχαία ελληνικά λιποσαρκής, μεσαιωνικά ελληνικά ἰσχνόσαρκος
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἱπποκράτης, De diaeta, 2.63, , @scaife.perseus
- (μεταφορικά) πολύ ανόητος
Συγγενικά
επεξεργασία- πολυσαρκέω
- πολυσαρκία
- → και δείτε τις λέξεις σάρξ και πολύς
Πηγές
επεξεργασία- πολύσαρκος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πολύσαρκος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.