λιποσαρκής
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | λιποσαρκής | τὸ | λιποσαρκές | ||
γενική | τοῦ/τῆς | λιποσαρκοῦς | τοῦ | λιποσαρκοῦς | ||
δοτική | τῷ/τῇ | λιποσαρκεῖ | τῷ | λιποσαρκεῖ | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | λιποσαρκῆ | τὸ | λιποσαρκές | ||
κλητική ὦ! | λιποσαρκές | λιποσαρκές | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | λιποσαρκεῖς | τὰ | λιποσαρκῆ | ||
γενική | τῶν | λιποσαρκῶν | τῶν | λιποσαρκῶν | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | λιποσαρκέσῐ(ν) | τοῖς | λιποσαρκέσῐ(ν) | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | λιποσαρκεῖς | τὰ | λιποσαρκῆ | ||
κλητική ὦ! | λιποσαρκεῖς | λιποσαρκῆ | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | λιποσαρκεῖ | τὼ | λιποσαρκεῖ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | λιποσαρκοῖν | τοῖν | λιποσαρκοῖν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'συνεχής' όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαλιποσαρκής, -ής, -ές (ελληνιστική κοινή)
- άλλη μορφή του λιπόσαρκος