πολυσαρκία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πολυσαρκία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πολυσαρκία, πολύσαρκ(ος) + -ία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπολυσαρκία θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία πολυσαρκία
|
Πηγές
επεξεργασία- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | πολυσαρκίᾱ | αἱ | πολυσαρκίαι |
γενική | τῆς | πολυσαρκίᾱς | τῶν | πολυσαρκιῶν |
δοτική | τῇ | πολυσαρκίᾳ | ταῖς | πολυσαρκίαις |
αιτιατική | τὴν | πολυσαρκίᾱν | τὰς | πολυσαρκίᾱς |
κλητική ὦ! | πολυσαρκίᾱ | πολυσαρκίαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πολυσαρκίᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | πολυσαρκίαιν | ||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πολυσαρκία < πολύσαρκ(ος) + -ία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπολυσαρκία, -ας θηλυκό
- παχυσαρκία
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ξενοφῶν, Ἀπομνημονεύματα, 2, 1.22 @scaife.perseus
- καὶ φανῆναι αὐτῷ δύο γυναῖκας προσιέναι μεγάλας, τὴν μὲν ἑτέραν εὐπρεπῆ τε ἰδεῖν καὶ ἐλευθέριον φύσει, κεκοσμημένην τὸ μὲν σῶμα καθαρότητι, τὰ δὲ ὄμματα αἰδοῖ, τὸ δὲ σχῆμα σωφροσύνῃ, ἐσθῆτι δὲ λευκῇ, τὴν δʼ ἑτέραν τεθραμμένην μὲν εἰς πολυσαρκίαν τε καὶ ἁπαλότητα, κεκαλλωπισμένην δὲ τὸ μὲν χρῶμα ὥστε λευκοτέραν τε καὶ ἐρυθροτέραν τοῦ ὄντος δοκεῖν φαίνεσθαι,
- ※ 2ος κε αιώνας ⌘ Γαληνός, De plenitudine, 10, p.563, @scaife.perseus
- εὐεξίας μὲν οὖν ἴδιον ἡ τῶν στερεῶν σωμάτων εὐτροφία, εὐσαρκίας δὲ καὶ πολυσαρκίας ἡ τῶν σαρκῶν αὔξησις.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ξενοφῶν, Ἀπομνημονεύματα, 2, 1.22 @scaife.perseus
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη πολύσαρκος
Πηγές
επεξεργασία- πολυσαρκία - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πολυσαρκία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.