θύρσος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | θύρσος | οι | θύρσοι |
γενική | του | θύρσου | των | θύρσων |
αιτιατική | τον | θύρσο | τους | θύρσους |
κλητική | θύρσε | θύρσοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- θύρσος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική θύρσος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈθiɾ.sos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : θύρ‐σος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαθύρσος αρσενικό
- → δείτε αρχαία ελληνική θύρσος
Δείτε επίσης
επεξεργασία- θύρσος στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία θύρσος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|---|
αρσενικό | αρσενικό | ουδέτερο | ||||
ονομαστική | ὁ | θύρσος | οἱ | θύρσοι | τὰ | θύρσα |
γενική | τοῦ | θύρσου | τῶν | θύρσων | τῶν | θύρσων |
δοτική | τῷ | θύρσῳ | τοῖς | θύρσοις | τοῖς | θύρσοις |
αιτιατική | τὸν | θύρσον | τοὺς | θύρσους | τὰ | θύρσα |
κλητική ὦ! | θύρσε | θύρσοι | θύρσα | |||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | θύρσω | ||||
γεν-δοτ | τοῖν | θύρσοιν | ||||
Μεταγενέστερα, και με ουδέτερο πληθυντικό κατά το #τέκνον. | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- θύρσος < προέλευσης από γλώσσες της Ανατολίας . Συγγενή: ιερογλυφικό στη λουβική tuwarsa- (αμπέλι).[1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίαθύρσος αρσενικό
- μακρύ ευθύγραμμο ραβδί φυσικής προέλευσης, με φουντωτό άνθος κισσού και αμπέλου στην κορυφή του, συχνά δεμένο με κορδέλα, ως τελετουργικό εξάρτημα του Διονύσου και της συνοδείας του
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Βάκχαι, στίχ. 942 (941-942)
- πότερα δὲ θύρσον δεξιᾶι λαβὼν χερὶ | ἢ τῆιδε βάκχηι μᾶλλον εἰκασθήσομαι;
- Και πώς θα μοιάσω πιο πολύ με βάκχη, | αν κρατάω το θύρσο με το δεξιό χέρι ή με αυτό;
- Μετάφραση χ.χ.: Θ. Κ. Στεφανόπουλος, Αθήνα: Κίχλη @greek‑language.gr
- πότερα δὲ θύρσον δεξιᾶι λαβὼν χερὶ | ἢ τῆιδε βάκχηι μᾶλλον εἰκασθήσομαι;
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Βάκχαι, στίχ. 942 (941-942)
Παράγωγα
επεξεργασία- (Χρειάζεται επεξεργασία)
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ θύρσος σελ. 566 - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
Πηγές
επεξεργασία- θύρσος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- θύρσος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.