Διόνυσος με θύρσο ιππεύει πάνθηρα, Αρχαιολογικό Μουσείο Πέλλας
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο θύρσος οι θύρσοι
      γενική του θύρσου των θύρσων
    αιτιατική τον θύρσο τους θύρσους
     κλητική θύρσε θύρσοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
θύρσος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική θύρσος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈθiɾ.sos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: θύρ‐σος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

θύρσος αρσενικό

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

 
Σάτυρος και Μαινάδα με θύρσο. Αττικός ερυθρόμορφος κάνθαρος, περ. 460 π.Χ., Cabinet des médailles (De Ridder 849)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός     πληθυντικός  
αρσενικό αρσενικό ουδέτερο
ονομαστική θύρσος οἱ θύρσοι τὰ θύρσα
      γενική τοῦ θύρσου τῶν θύρσων τῶν θύρσων
      δοτική τῷ θύρσ τοῖς θύρσοις τοῖς θύρσοις
    αιτιατική τὸν θύρσον τοὺς θύρσους τὰ θύρσα
     κλητική ! θύρσε θύρσοι θύρσα
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  θύρσω
γεν-δοτ τοῖν  θύρσοιν
Μεταγενέστερα, και με ουδέτερο πληθυντικό κατά το #τέκνον.
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
θύρσος < προέλευσης από γλώσσες της Ανατολίας . Συγγενή: ιερογλυφικό στη λουβική tuwarsa- (αμπέλι).[1]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

θύρσος αρσενικό

Παράγωγα

επεξεργασία
  • (Χρειάζεται επεξεργασία)

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. θύρσος σελ. 566 - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.