γρυπός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | γρυπός | η | γρυπή | το | γρυπό |
γενική | του | γρυπού | της | γρυπής | του | γρυπού |
αιτιατική | τον | γρυπό | τη | γρυπή | το | γρυπό |
κλητική | γρυπέ | γρυπή | γρυπό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | γρυποί | οι | γρυπές | τα | γρυπά |
γενική | των | γρυπών | των | γρυπών | των | γρυπών |
αιτιατική | τους | γρυπούς | τις | γρυπές | τα | γρυπά |
κλητική | γρυποί | γρυπές | γρυπά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- γρυπός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική γρυπός[1] (Δε σχετίζεται με το ἄγρ‑υπνος.)
Επίθετο
επεξεργασίαγρυπός, -ή, -ό
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ γρυπός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαγένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
γρῡπο- | |||||||
ονομαστική | ὁ | γρυπός | ἡ | γρυπή | τὸ | γρυπόν | |
γενική | τοῦ | γρυποῦ | τῆς | γρυπῆς | τοῦ | γρυποῦ | |
δοτική | τῷ | γρυπῷ | τῇ | γρυπῇ | τῷ | γρυπῷ | |
αιτιατική | τὸν | γρυπόν | τὴν | γρυπήν | τὸ | γρυπόν | |
κλητική ὦ! | γρυπέ | γρυπή | γρυπόν | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | ||||||
ονομαστική | οἱ | γρυποί | αἱ | γρυπαί | τὰ | γρυπᾰ́ | |
γενική | τῶν | γρυπῶν | τῶν | γρυπῶν | τῶν | γρυπῶν | |
δοτική | τοῖς | γρυποῖς | ταῖς | γρυπαῖς | τοῖς | γρυποῖς | |
αιτιατική | τοὺς | γρυπούς | τὰς | γρυπᾱ́ς | τὰ | γρυπᾰ́ | |
κλητική ὦ! | γρυποί | γρυπαί | γρυπᾰ́ | ||||
δυϊκός | |||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | γρυπώ | τὼ | γρυπᾱ́ | τὼ | γρυπώ | |
γεν-δοτ | τοῖν | γρυποῖν | τοῖν | γρυπαῖν | τοῖν | γρυποῖν | |
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- γρυπός < θέμα γρυ- [1] που παραδοσιακά συνδέεται με πρωτοϊνδοευρωπαϊκή προέλευση, όπως και με τη λέξη γρύψ εκδοχή που αμφισβητεί ο Beekes.[2] ... • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Επίθετο
επεξεργασίαγρυπός, -ή, -όν
- (ελληνιστική κοινή) γαμψός, ο γαμψομύτης αλλά και γενικά κυρτός, καμπύλος
- (ειδικότερα) με μύτη σαν το ράμφος του αετού, γαμψή
- (ειδικότερα) με καμπούρα, κύρτωμα στην πλάτη
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ γρύπας - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ «γρυπός» - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
Πηγές
επεξεργασία- γρυπός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- γρυπός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.