γρύψ
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασία- γρύψ-γρυπός αρσενικό
- οι αετολέοντες, μυθικά πλάσματα με σώμα λεονταριού και κεφάλι αετού
- λέγεται δὲ ὑπὲκ τῶν γρυπῶν ἁρπάζειν Ἀριμασποὺς ἄνδρας μουνοφθάλμους. Πείθομαι δὲ οὐδὲ τοῦτο... (λένε <πως στο βορρά υπάρχει πολύς χρυσός> που το αρπάζουν από τους γρύπες οι Αριμασποί, μονόφθαλμοι άνδρες. Εγώ όμως δεν πείθομαι ότι ισχύει...) Ηρόδοτος, Θάλεια ή 3ο βιβλιο, 116)