πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Λάζαρος οι Λάζαροι
      γενική του Λάζαρου
& Λαζάρου
των Λάζαρων
& Λαζάρων
    αιτιατική τον Λάζαρο τους Λάζαρους
& Λαζάρους
     κλητική Λάζαρε Λάζαροι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Η Ανάσταση του Λαζάρου κατά τον Ρέμπραντ, του Βίνσεντ βαν Γκογκ (1853-1890)

Ετυμολογία

επεξεργασία

Κύριο όνομα

επεξεργασία

Λάζαρος αρσενικό

  1. ανδρικό όνομα
  2. (θρησκεία) όνομα φίλου του Χριστού, για τον οποίο αναφέρεται στην Αγία Γραφή ότι ο Ιησούς ανέστησε από τον τάφο
  3. (λαογραφία) το σχετικό τραγούδι που τραγουδούν μικρά κορίτσια το Σάββατο του Λαζάρου
     συνώνυμα: λαζαρικό
  4. (λαογραφία) ειδικό ψωμάκι πλασμένο σε σχήμα ανθρώπου, που φτιάχνεται το Σάββατο του Λαζάρου
     συνώνυμα: λαζαράκι, λαζαρούδι, λαζάρηδες
  5. (μεταφορικά) άνθρωπος αδύναμος, ταλαιπωρημένος και χλωμός, επειδή είναι άρρωστος ή γενικότερα κακοπαθημένος
  6. νησίδα των Μικρών Κυκλάδων, νότια του δυτικού άκρου της Κέρου

Συγγενικά

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία