Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λαζαρίνα οι λαζαρίνες
      γενική της λαζαρίνας των λαζαρίνων
    αιτιατική τη λαζαρίνα τις λαζαρίνες
     κλητική λαζαρίνα λαζαρίνες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

  1. λαζαρίνα < (άμεσο δάνειο) ιταλική lazarina < Lazarino Cominazzo (ανθρωπωνυμικό, από το όνομα του κατασκευαστή)
  2. λαζαρίνα < Λάζαρος + -ίνα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λαζαρίνα θηλυκό

  1. (στρατιωτικός όρος) (παρωχημένο) είδος εμπροσθογεμούς ντουφεκιού
  2. (συνήθως στον πληθυντικό: λαζαρίνες) κοπέλα που κρατώντας στολισμένο καλάθι τραγουδά τον Λάζαρο το Σάββατο του Λαζάρου ή την παραμονή
     συνώνυμα: λαζαρίτσα

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία