λαζαρίνα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- λαζαρίνα < (άμεσο δάνειο) ιταλική lazarina < Lazarino Cominazzo (ανθρωπωνυμικό, από το όνομα του κατασκευαστή)
- λαζαρίνα < Λάζαρος + -ίνα
Ουσιαστικό επεξεργασία
λαζαρίνα θηλυκό
- (στρατιωτικός όρος) (παρωχημένο) είδος εμπροσθογεμούς ντουφεκιού
- (συνήθως στον πληθυντικό: λαζαρίνες) κοπέλα που κρατώντας στολισμένο καλάθι τραγουδά τον Λάζαρο το Σάββατο του Λαζάρου ή την παραμονή
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη Λάζαρος
Μεταφράσεις επεξεργασία
λαζαρίνα
|