Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το λαζαρικό τα λαζαρικά
      γενική του λαζαρικού των λαζαρικών
    αιτιατική το λαζαρικό τα λαζαρικά
     κλητική λαζαρικό λαζαρικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

λαζαρικό < Λάζαρος + -ικό

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λαζαρικό ουδέτερο

  1. (λαογραφία) τραγούδι που τραγουδιέται το Σάββατο του Λαζάρου ή την παραμονή
    Είναι αυτό που είδε κι έμαθε ο πιο γνωστός «αγγελιοφόρος» από τον Κάτω Κόσμο, ο τετραήμερος Λάζαρος, που, σύμφωνα με ένα κυπριακό «λαζαρικό», «ποτέ του δεν εγέλασε», γιατί «είδε την Κόλαση αυτός, / είδε και τον Παράδεισο». (*)
  2. (λαογραφία) (πληθυντικός) λαζαρικά: το σύνολο των εθίμων των σχετικών με το Σάββατο του Λαζάρου
    Τα έθιμα σχετικά με την Ανάσταση του Λαζάρου λέγονται «λαζαρικά» και από τόπο σε τόπο έχουν πολλές παραλλαγές. (*)

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία