λαζαρικό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | λαζαρικό | τα | λαζαρικά |
γενική | του | λαζαρικού | των | λαζαρικών |
αιτιατική | το | λαζαρικό | τα | λαζαρικά |
κλητική | λαζαρικό | λαζαρικά | ||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαλαζαρικό ουδέτερο
- (λαογραφία) τραγούδι που τραγουδιέται το Σάββατο του Λαζάρου ή την παραμονή
- Είναι αυτό που είδε κι έμαθε ο πιο γνωστός «αγγελιοφόρος» από τον Κάτω Κόσμο, ο τετραήμερος Λάζαρος, που, σύμφωνα με ένα κυπριακό «λαζαρικό», «ποτέ του δεν εγέλασε», γιατί «είδε την Κόλαση αυτός, / είδε και τον Παράδεισο». (*)
- (λαογραφία) (πληθυντικός) λαζαρικά: το σύνολο των εθίμων των σχετικών με το Σάββατο του Λαζάρου
- Τα έθιμα σχετικά με την Ανάσταση του Λαζάρου λέγονται «λαζαρικά» και από τόπο σε τόπο έχουν πολλές παραλλαγές. (*)
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη Λάζαρος
Μεταφράσεις
επεξεργασία λαζαρικό
|