Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κακοπαθημένος η κακοπαθημένη το κακοπαθημένο
      γενική του κακοπαθημένου της κακοπαθημένης του κακοπαθημένου
    αιτιατική τον κακοπαθημένο την κακοπαθημένη το κακοπαθημένο
     κλητική κακοπαθημένε κακοπαθημένη κακοπαθημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κακοπαθημένοι οι κακοπαθημένες τα κακοπαθημένα
      γενική των κακοπαθημένων των κακοπαθημένων των κακοπαθημένων
    αιτιατική τους κακοπαθημένους τις κακοπαθημένες τα κακοπαθημένα
     κλητική κακοπαθημένοι κακοπαθημένες κακοπαθημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ka.ko.pa.θiˈme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐κο‐πα‐θη‐μέ‐νος

  Μετοχή επεξεργασία

κακοπαθημένος, -η, -ο

  1. μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος κακοπαθαίνω
    άλλες μορφές: κακοπαθισμένος
  2. μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος κακοπαθώ

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία