κακοπαθημένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ka.ko.pa.θiˈme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐κο‐πα‐θη‐μέ‐νος
Μετοχή επεξεργασία
κακοπαθημένος, -η, -ο
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος κακοπαθαίνω
- άλλες μορφές: κακοπαθισμένος
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος κακοπαθώ
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
κακοπαθημένος
|