Νέα ελληνικά (el)= επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός     2ος πληθυντικός  
κοινού γένους αρσενικό κοινού γένους
ονομαστική ο/η Λαζάρογλου οι Λαζάρογλοι
Λαζαρογλαίοι
οι Λαζάρογλου
      γενική του/της Λαζάρογλου των Λαζάρογλων
Λαζαρογλαίων
των Λαζάρογλου
    αιτιατική τον/τη Λαζάρογλου τους Λαζάρογλους
Λαζαρογλαίους
τους/τις Λαζάρογλου
     κλητική Λαζάρογλου Λαζάρογλοι
Λαζαρογλαίοι
Λαζάρογλου
Παραμένει άκλιτο. Το αρσενικό έχει επιπλέον κλιτές μορφές στον πληθυντικό.
Ονοματεπώνυμα -Κατηγορία όπως «Καμπούρογλου» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Λαζάρογλου < Λάζαρ(ος) + -ογλου

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Λαζάρογλου αρσενικό ή θηλυκό

Μεταγραφές επεξεργασία