Δείτε επίσης: Μέδουσα

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μέδουσα οι μέδουσες
      γενική της μέδουσας των μεδουσών
    αιτιατική τη μέδουσα τις μέδουσες
     κλητική μέδουσα μέδουσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μέδουσα για το ζώο σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική méduse < λατινική Medusa < αρχαία ελληνική Μέδουσα [1][2] θηλυκό του Μέδων < μέδ- θέμα του μέδω πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *med- (μετρώ, συμβουλεύω)[3]
  • για το μυθολογικό τέρος < → δείτε τη λέξη Μέδουσα
 
Δύο μέδουσες.

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈme.ðu.sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μέ‐δου‐σα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μέδουσα θηλυκό

Συνώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. μέδουσα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. μέδουσαΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  3. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μέδουσα: ουσιαστικοποιημένο θηλυκό της μετοχής μέδων

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μέδουσα θηλυκό

  Πηγές επεξεργασία