τσούχτρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίατσούχτρα θηλυκό
- (ζωολογία) (λαϊκότροπο) η μέδουσα, η σαλούφα
- (μεταφορικά) κακιά γυναίκα που επικρίνει τους άλλους
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μέδουσα
|