τσούζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τσούζω < αρχαία ελληνική σίζω (: βγάζω συριστικό ήχο, κυρίως για καυτό μέταλλο που το βουτάμε στο νερό)
Προφορά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίατσούζω
- προκαλώ πόνο που μοιάζει με κάψιμο
- (μεταφορικά) λέω ή κάνω κάτι που προκαλεί συναισθηματικό πόνο σε κάποιον
- νιώθω ένα άσχημο ερεθισμό κάπου στο σώμα μου
- (μεταφορικά) έχω δριμύτητα
- (μεταφορικά) έχω δηκτικότητα
- (μεταφορικά) είμαι ακριβός
Εκφράσεις
επεξεργασία- το / τα τσούζει : πίνει πολύ