smart
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | smart |
συγκριτικός | smarter |
υπερθετικός | smartest |
smart (en)
- έξυπνος, ευφυής
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη intelligent
- για διαδικτυακά συμβατή συσκευή (smart TV/κυβερνοτηλεόραση, smartphone/κυβερνοτηλέφωνο κτλ.)
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | smart |
γ΄ ενικό ενεστώτα | smarts |
αόριστος | smarted |
παθητική μετοχή | smarted |
ενεργητική μετοχή | smarting |
smart (en)