Επίθετο

επεξεργασία
παραθετικά
θετικός smart
συγκριτικός smarter
υπερθετικός smartest

smart (en)

  1. έξυπνος, ευφυής
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη intelligent
  2. για διαδικτυακά συμβατή συσκευή (smart TV/κυβερνοτηλεόραση, smartphone/κυβερνοτηλέφωνο κτλ.)
ενεστώτας smart
γ΄ ενικό ενεστώτα smarts
αόριστος smarted
παθητική μετοχή smarted
ενεργητική μετοχή smarting

smart (en)