σαλούφα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σαλούφα | οι | σαλούφες |
γενική | της | σαλούφας | των | σαλουφών |
αιτιατική | τη | σαλούφα | τις | σαλούφες |
κλητική | σαλούφα | σαλούφες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σαλούφα < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /saˈlu.fa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σα‐λού‐φα
Ουσιαστικό
επεξεργασίασαλούφα θηλυκό
- (ζώο, λαϊκότροπο) η μέδουσα, η τσούχτρα
Μεταφράσεις
επεξεργασία σαλούφα
|