Ανγκόλα
Ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Ανγκόλα | οι | Ανγκόλες |
γενική | της | Ανγκόλας | — | |
αιτιατική | την | Ανγκόλα | τις | Ανγκόλες |
κλητική | Ανγκόλα | Ανγκόλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δεν συνηθίζεται. Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- Ανγκόλα < πορτογαλική Angola < κιμπούντου n'gola (βασιλιάς)
- Οι Πορτογάλοι άποικοι, όταν ανακάλυψαν τη χώρα το 1842, διαπίστωσαν ότι διοικούνταν από ένα σύστημα οργάνωσης των φυλών. Ο επικεφαλής κάθε φυλής έφερε τον τίτλο n'gola (ο βασιλιάς στη γλώσσα των Μπαντού)
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /aŋˈɡo.la/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Αν‐γκό‐λα
Κύριο όνομαΕπεξεργασία
Ανγκόλα ουδέτερο
- χώρα της νοτιοδυτικής Αφρικής με πρωτεύουσα τη Λουάντα, επίσημη γλώσσα την πορτογαλική και νόμισμα το κουάνζα
Άλλες μορφέςΕπεξεργασία
Επεξεργασία
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
- Ανγκόλα στη Βικιπαίδεια
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
Ανγκόλα
|
ΠηγέςΕπεξεργασία
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- Κατάλογος χωρών, εδαφών και νομισμάτων, Διοργανικό εγχειρίδιο σύνταξης κειμένων (Κατάσταση στις 28.11.2021), Υπηρεσία Εκδόσεων ΕΕ.