↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Ανγκολέζος οι Ανγκολέζοι
      γενική του Ανγκολέζου των Ανγκολέζων
    αιτιατική τον Ανγκολέζο τους Ανγκολέζους
     κλητική Ανγκολέζε Ανγκολέζοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Ανγκολέζος < Ανγκόλ(α) + -έζος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /aŋ.goˈle.zos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Αν‐γκο‐λέ‐ζος

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Ανγκολέζος αρσενικό (θηλυκό Ανγκολέζα)

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία