Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανγκολέζικος η ανγκολέζικη το ανγκολέζικο
      γενική του ανγκολέζικου της ανγκολέζικης του ανγκολέζικου
    αιτιατική τον ανγκολέζικο την ανγκολέζικη το ανγκολέζικο
     κλητική ανγκολέζικε ανγκολέζικη ανγκολέζικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανγκολέζικοι οι ανγκολέζικες τα ανγκολέζικα
      γενική των ανγκολέζικων των ανγκολέζικων των ανγκολέζικων
    αιτιατική τους ανγκολέζικους τις ανγκολέζικες τα ανγκολέζικα
     κλητική ανγκολέζικοι ανγκολέζικες ανγκολέζικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανγκολέζικος < Ανγκολέζ(ος) + -ικος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /aŋ.goˈle.zi.kos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αν‐γκο‐λέ‐ζι‐κος

  Επίθετο επεξεργασία

ανγκολέζικος, -η, -ο

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)