Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κουάνζα < (άμεσο δάνειο) πορτογαλική kwanza • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /kuˈan.za/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κου‐άν‐ζα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κουάνζα θηλυκό[1] άκλιτο

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. κουάνζα - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)