κουάνζα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κουάνζα < (άμεσο δάνειο) πορτογαλική kwanza • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /kuˈan.za/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κου‐άν‐ζα
Ουσιαστικό επεξεργασία
κουάνζα θηλυκό[1] άκλιτο
Δείτε επίσης επεξεργασία
- κουάνζα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ κουάνζα - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)