Δείτε επίσης: αμφίστομος

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀμφίστομος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀμφίστομος (δίκοπος)

  Επίθετο

επεξεργασία

ἀμφίστομος

  • (για μαχαίρι ή σπαθί) δίστομος, δίκοπος
    ※  9ος αιώνας [γλώσσα: ελληνιστική] Φώτιος Α' Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, Commentarii in Matthaeum, @catholiclibrary.org
    Ἐπειδὴ τοὺς εἰς καινότητα δογμάτων ἐκφερομένους ἔστιν ὡς ἐπίπαν ἰδεῖν κενοδοξίας καὶ ἀλαζονείας ἔρωτι εἰς τοῦτον τὸν ὄλεθρον συμποδιζομένους, ἐκκόπτει λοιπὸν καὶ τὴν ἀρχὴν καὶ ῥίζαν τῆς κενοδοξίας ἀμφιστόμῳ καὶ ἠκονημένῃ μαχαίρᾳ·
    ※  11ος αιώνας, Μιχαήλ Ψελλός, Theologica, @catholiclibrary.org
    Πρὸς ἕτερον αὖθις πρόβλημα τῶν τοῦ Εὐνομίου ὁ πατὴρ διαμάχεται, ὅπερ ὁ δεινὸς ἐκεῖνος ἀνὴρ καὶ τῷ λόγῳ κακουργότατα χρώμενος, ὥσπερ τινὰ μάχαιραν ἀμφίστομον θήξας καὶ διχόθεν ὑπέρευ, ὡς ἐδόκει, στομώ σας, ἀφειδεῖ τῇ γλώττῃ τῇ ἐκκλησίᾳ προσήνεγκεν. ἠρώτα γάρ, οὑτωσί πως κατακρημνίζων τὸν ἀκροατήν, «ὁ πατὴρ οὐσίας ἢ ἐνεργείας ὄνομα;» ἵν' ὁπότερον ἂν ἕλοιμεν, τοῦτο χειρώσηται·
    ※  12ος αιώνας Μανασσῆς, Κωνσταντῖνος, Compendium chronicum @catholiclibrary.org
    ἔβλεψε τότε καὶ Περσὶς ἐκ Βυζαντίου σπάθην θεριστικὴν ἀμφίστομον, δρεπάνην πετομένην καὶ πόλεις ἀφανίζουσαν καὶ τοὺς ἀγροὺς πορθοῦσαν.

Κλιτικοί τύποι

επεξεργασία
  • ἀμφίστομον (αιτιατική ενικού αρσενικού, θηλυκού και ουδετέρου γένους), (ονομαστική και κλητική ενικού ουδετέρου γένους)
  • ἀμφιστόμῳ (δοτική ενικού αρσενικού, θηλυκού και ουδετέρου γένους)

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἀμφίστομος τὸ ἀμφίστομον
      γενική τοῦ/τῆς ἀμφιστόμου τοῦ ἀμφιστόμου
      δοτική τῷ/τῇ ἀμφιστόμ τῷ ἀμφιστόμ
    αιτιατική τὸν/τὴν ἀμφίστομον τὸ ἀμφίστομον
     κλητική ! ἀμφίστομε ἀμφίστομον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἀμφίστομοι τὰ ἀμφίστομ
      γενική τῶν ἀμφιστόμων τῶν ἀμφιστόμων
      δοτική τοῖς/ταῖς ἀμφιστόμοις τοῖς ἀμφιστόμοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἀμφιστόμους τὰ ἀμφίστομ
     κλητική ! ἀμφίστομοι ἀμφίστομ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἀμφιστόμω τὼ ἀμφιστόμω
      γεν-δοτ τοῖν ἀμφιστόμοιν τοῖν ἀμφιστόμοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀμφίστομος < ἀμφί + στόμ(α) + -ος (ἀμφί + -στομος)

  Επίθετο

επεξεργασία

ἀμφίστομος, -ος, -ον

  1. (για σύραγγα, λιμάνι, κηρήθρες) που έχει δύο ανοίγματα, στόμια, εισόδους
    5ος πκε αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 3 (Θάλεια), 60.1
    Ἐμήκυνα δὲ περὶ Σαμίων μᾶλλον, ὅτι σφι τρία ἐστὶ μέγιστα ἁπάντων Ἑλλήνων ἐξεργασμένα, ὄρεός τε ὑψηλοῦ ἐς πεντήκοντα καὶ ἑκατὸν ὀργυιάς, τούτου ὄρυγμα κάτωθεν ἀρξάμενον, ἀμφίστομον.
    Τα παρατράβηξα τα σχετικά με τους Σαμίους για τον λόγο ότι οι Σάμιοι έχουν κατασκευάσει τα τρία μεγαλύτερα έργα που υπάρχουν στην Ελλάδα. Το πρώτο από τα τρία είναι ένα όρυγμα με δύο στόμια, που αρχίζει κάτω από ένα βουνό ψηλό ώς εκατόν πενήντα οργιές.
    Μετάφραση (1992): Λεωνίδας Ζενάκος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
    ※  4ος πκε αιώνας Ἀριστοτέλης, Τῶν περὶ τὰ ζῷα ἱστοριῶν, 9, 40 @scaife.perseus
    Αἱ δὲ θυρίδες καὶ αἱ τοῦ μέλιτος καὶ τῶν σχαδόνων ἀμφίστομοι· περὶ γὰρ μίαν βάσιν δύο θυρίδες εἰσίν, ὥσπερ ἡ τῶν ἀμφικυπέλλων, ἡ μὲν ἐντὸς ἡ δ’ ἐκτός.
    ΣτΕ: Ο Αριστοτέλης περιγράφει τις κυψέλες των μελισσών.
    ※  1ος πκε/κε αιώνας Στράβων, Γεωγραφικά, 17.1, 6 @perseus.tufts.edu @wikisource
    ἡ δὲ Φάρος νησίον ἐστὶ παράμηκες, προσεχέστατον τῇ ἠπείρῳ, λιμένα πρὸς αὐτὴν ποιοῦν ἀμφίστομον.
  2. (για αγγείο) που έχει λαβές στις δύο πλευρές του στομίου του αγγείου
    ※  5ος πκε αιώνας Σοφοκλῆς, Οἰδίπους ἐπὶ Κολωνῷ, στίχ. 473 (472-473)
    κρατῆρές εἰσιν, ἀνδρὸς εὔχειρος τέχνη, | ὧν κρᾶτ᾽ ἔρεψον καὶ λαβὰς ἀμφιστόμους.
    Στέκονται εδώ κρατήρες, τέχνη επιδέξιου τεχνίτη, | στεφάνωσε λοιπόν τα χείλη τους και τις διπλές χειρολαβές τους.
    Μετάφραση (2004): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, Αθήνα: ΜΙΕΤ @greek‑language.gr
  3. (στρατιωτικός όρος) (για παράταξη στρατιωτών) με μέτωπο εμπρός και πίσω
    ※  2ος κε αιώνας Ἀρριανός, Ἀνάβασις Ἀλεξάνδρου, 3, 12.1
    Ἡ μὲν ἐπὶ μετώπου τάξις Ἀλεξάνδρῳ ὧδε κεκόσμητο. ἐπέταξε δὲ καὶ δευτέραν τάξιν ὡς εἶναι τὴν φάλαγγα ἀμφίστομον.
    Αυτή λοιπόν ήταν η κατά μέτωπο παράταξη των Μακεδόνων· ο Αλέξανδρος όμως πίσω από αυτήν τοποθέτησε και δεύτερη γραμμή, ώστε η παράταξή του να έχει διπλό μέτωπο.
    Μετάφραση (1986, 1998): Θεόδωρος Χ. Σαρικάκης, Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. @greek‑language.gr
  4. (ελληνιστική σημασία) (για άγκυρα) που έχει δύο άγκιστρα
    ※  2ος κε αιώνας Λουκιανός, 46, 15 Λεξιφάνης @wikisource
    ἀλλὰ σὺ τὸ ὅμοιον εἰργάσω με ὥσπερ εἴ τις ὁλκάδα τριάρμενον ἐν οὐρίῳ πλέουσαν, ἐμπεπνευματωμένου τοῦ ἀκατίου, εὐφοροῦσάν τε καὶ ἀκροκυματοῦσαν, ἕκτοράς τινας ἀμφιστόμους καὶ ἰσχάδας σιδηρᾶς ἀφεὶς καὶ ναυσιπέδας ἀναχαιτίζοι τοῦ δρόμου τὸ ῥόθιον, φθόνῳ τῆς εὐηνεμίας.
  5. (ελληνιστική σημασία) (για ξίφος) δίκοπος
    ※  1ος πκε αιώνας Διόδωρος Σικελιώτης, Βιβλιοθήκη Ἱστορική, 5, 33.3 v.2.p.48, @scaife.perseus
    ξίφη δʼ ἀμφίστομα καὶ σιδήρῳ διαφόρῳ κεχαλκευμένα φοροῦσιν, ἔχοντες σπιθαμιαίας παραξιφίδας, αἷς χρῶνται κατὰ τὰς ἐν ταῖς μάχαις συμπλοκάς.

Παράγωγα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία