Δείτε επίσης: Ἕκτωρ

→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἕκτωρ < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἕκτωρ, -ορος αρσενικό ή θηλυκό

  1. που κρατά, συγκρατεί σταθερά, ισχυρά
    ※  4ος/3ος πκε αιώνας Λυκόφρων ο Χαλκιδεύς, Ἀλεξάνδρα, 100, @scaife.perseus
    πεύκης ὀδόντας, ἕκτορας πλημμυρίδος,
    ΣτΕ: ἕκτορες πλημμυρίδος= που συγκρατούν τα κύματα, κυματοθραύστες.
  2. (ως επιθετικός προσδιορισμός του Δία) που συγκρατεί σταθερά, ισχυρά
  3. είδος άγκυρας
    ※  2ος κε αιώνας Λουκιανός, 46, 15 Λεξιφάνης @wikisource
    ἀλλὰ σὺ τὸ ὅμοιον εἰργάσω με ὥσπερ εἴ τις ὁλκάδα τριάρμενον ἐν οὐρίῳ πλέουσαν, ἐμπεπνευματωμένου τοῦ ἀκατίου, εὐφοροῦσάν τε καὶ ἀκροκυματοῦσαν, ἕκτοράς τινας ἀμφιστόμους καὶ ἰσχάδας σιδηρᾶς ἀφεὶς καὶ ναυσιπέδας ἀναχαιτίζοι τοῦ δρόμου τὸ ῥόθιον, φθόνῳ τῆς εὐηνεμίας.
  4. (ως κύριο όνομα) (Ἕκτωρ) το στήριγμα, ο υπερασπιστής της Τροίας