ἕκτωρ
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ἕκτωρ < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ἕκτωρ, -ορος αρσενικό ή θηλυκό
- που κρατά, συγκρατεί σταθερά, ισχυρά
- ※ 4ος/3ος↑ αιώνας Λυκόφρων ο Χαλκιδεύς, Ἀλεξάνδρα, 100, @scaife.perseus
- πεύκης ὀδόντας, ἕκτορας πλημμυρίδος,
- ΣτΕ: ἕκτορες πλημμυρίδος= που συγκρατούν τα κύματα, κυματοθραύστες.
- πεύκης ὀδόντας, ἕκτορας πλημμυρίδος,
- ※ 4ος/3ος↑ αιώνας Λυκόφρων ο Χαλκιδεύς, Ἀλεξάνδρα, 100, @scaife.perseus
- (ως επιθετικός προσδιορισμός του Δία) που συγκρατεί σταθερά, ισχυρά
- είδος άγκυρας
- ※ 2ος↓ αιώνας ⌘ Λουκιανός, 46, 15 Λεξιφάνης @wikisource
- ἀλλὰ σὺ τὸ ὅμοιον εἰργάσω με ὥσπερ εἴ τις ὁλκάδα τριάρμενον ἐν οὐρίῳ πλέουσαν, ἐμπεπνευματωμένου τοῦ ἀκατίου, εὐφοροῦσάν τε καὶ ἀκροκυματοῦσαν, ἕκτοράς τινας ἀμφιστόμους καὶ ἰσχάδας σιδηρᾶς ἀφεὶς καὶ ναυσιπέδας ἀναχαιτίζοι τοῦ δρόμου τὸ ῥόθιον, φθόνῳ τῆς εὐηνεμίας.
- ※ 2ος↓ αιώνας ⌘ Λουκιανός, 46, 15 Λεξιφάνης @wikisource
- (ως κύριο όνομα) (Ἕκτωρ) το στήριγμα, ο υπερασπιστής της Τροίας
Πηγές επεξεργασία
- ἕκτωρ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.