Δείτε επίσης: περιούσιος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υπερούσιος η υπερούσια το υπερούσιο
      γενική του υπερούσιου της υπερούσιας του υπερούσιου
    αιτιατική τον υπερούσιο την υπερούσια το υπερούσιο
     κλητική υπερούσιε υπερούσια υπερούσιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υπερούσιοι οι υπερούσιες τα υπερούσια
      γενική των υπερούσιων των υπερούσιων των υπερούσιων
    αιτιατική τους υπερούσιους τις υπερούσιες τα υπερούσια
     κλητική υπερούσιοι υπερούσιες υπερούσια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

υπερούσιος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ὑπερούσιος < αρχαία ελληνική ὑπέρ + οὐσία < εἰμί

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /i.peˈɾu.si.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υ‐πε‐ρού‐σι‐ος
παλιότερος συλλαβισμός: υ‐περ‐ού‐σι‐ος

  Επίθετο επεξεργασία

υπερούσιος, -α, -ο

  1. (λόγιο) που είναι πάνω και πέρα από την ουσία, την ύλη, που δεν γίνεται κατανοητός με τις αισθήσεις
  2. (κατ’ επέκταση, θρησκεία) ο θεός (συνήθως με κεφαλαίο αρχικό: Υπερούσιος)

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία