↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χοϊκός η χοϊκή το χοϊκό
      γενική του χοϊκού της χοϊκής του χοϊκού
    αιτιατική τον χοϊκό τη χοϊκή το χοϊκό
     κλητική χοϊκέ χοϊκή χοϊκό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χοϊκοί οι χοϊκές τα χοϊκά
      γενική των χοϊκών των χοϊκών των χοϊκών
    αιτιατική τους χοϊκούς τις χοϊκές τα χοϊκά
     κλητική χοϊκοί χοϊκές χοϊκά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χοϊκός < (ελληνιστική κοινήχοϊκός < αρχαία ελληνική χοῦς < χέω

  Επίθετο

επεξεργασία

χοϊκός, -ή, -ό

  1. που είναι φτιαγμένος από χώμα
     συνώνυμα: χωμάτινος
  2. (κατ’ επέκταση) υλικός
     αντώνυμα: άυλος, πνευματικός

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία