χοϊκός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | χοϊκός | η | χοϊκή | το | χοϊκό |
γενική | του | χοϊκού | της | χοϊκής | του | χοϊκού |
αιτιατική | τον | χοϊκό | τη | χοϊκή | το | χοϊκό |
κλητική | χοϊκέ | χοϊκή | χοϊκό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | χοϊκοί | οι | χοϊκές | τα | χοϊκά |
γενική | των | χοϊκών | των | χοϊκών | των | χοϊκών |
αιτιατική | τους | χοϊκούς | τις | χοϊκές | τα | χοϊκά |
κλητική | χοϊκοί | χοϊκές | χοϊκά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- χοϊκός < (ελληνιστική κοινή) χοϊκός < αρχαία ελληνική χοῦς < χέω
Επίθετο
επεξεργασίαχοϊκός, -ή, -ό
- που είναι φτιαγμένος από χώμα
- (κατ’ επέκταση) υλικός
- ≠ αντώνυμα: άυλος, πνευματικός
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία χοϊκός
|