χοῦς
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού. |
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαχοῦς < συνηρημένη μορφή του χόος
Ουσιαστικό 1
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | χόος > χοῦς | οἱ | χόοι > χοῖ |
γενική | τοῦ | χόου > χοῦ | τῶν | χόων > χῶν |
δοτική | τῷ | χόῳ > χῷ | τοῖς | χόοις > χοῖς |
αιτιατική | τὸν | χόον > χοῦν | τοὺς | χόους > χοῦς |
κλητική ὦ! | χόε > χοῦ | χόοι > χοῖ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | χόω > χώ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | χόοιν > χοῖν | ||
2η κλίση, ομάδα 'πλόος πλοῦς', Κατηγορία 'πλοῦς' όπως «πλοῦς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
χοῦς (συνήθως και αρχικά αρσενικό μεταγενέστερα απαντά και θηλυκό)
- συνηρημένη μορφή του χόος
Άλλες μορφές
επεξεργασία- χοῦς(και θηλυκό), γενική χοῦ και χόου και (από σύγχυση με το μέτρο) χοός, δοτική χοΐ αιτιατική χοῦν
Ουσιαστικό 2
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
χου- | |||||
ονομαστική | ὁ | χοῦς | οἱ | χόες | |
γενική | τοῦ | χοός | τῶν | χοῶν | |
δοτική | τῷ | χοΐ | τοῖς | χουσῐ́(ν) | |
αιτιατική | τὸν | χόᾱ | τοὺς | χόᾱς | |
κλητική ὦ! | χοῦ | χόες | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | χόε | |||
γεν-δοτ | τοῖν | χοοῖν | |||
Κλίνεται όπως το βοῦς, αλλά με ασυναίρετες αιτιατικές. | |||||
3η κλίση, Κατηγορία 'χοῦς' όπως «χοῦς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
χοῦς αρσενικό και θηλυκό
- (μονάδα μέτρησης) μέτρο όγκου ίσο με 12 κοτύλες ή 3 λίτρα
Συγγενικά
επεξεργασία- Χόες, η γιορτή των Χοών, τη 2η μέρα των Ανθεστηρίων στην Αθήνα
Εκφράσεις
επεξεργασία- οἱ τῆς θαλάττης λεγόμενοι χόες: για όσους προσπαθούν να μετρήσουν το απροσμέτρητο
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | χοῦς | αἱ | χόες |
γενική | τῆς | χοός | τῶν | χοῶν |
δοτική | τῇ | χοΐ | ταῖς | χουσῐ́(ν) |
αιτιατική | τὴν | χόᾱ | τὰς | χόᾱς |
κλητική ὦ! | χοῦ | χόες | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | χόε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | χοοῖν | ||
Κλίνεται όπως το βοῦς, αλλά με ασυναίρετες αιτιατικές. | ||||
3η κλίση, Κατηγορία 'χοῦς' όπως «χοῦς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Άλλες μορφές
επεξεργασία(Χρειάζεται επεξεργασία)
- χοῦς και χοεύς, γενική χοός και χοῶς και χοῦ και χοέως, δοτική χοΐ και χῷ και χοέϊ και χοεῖ, αιτιατική χοῦν και χον και χόα και χοᾶ και χοέα
- ονομαστική χόες και χοῦς και χοεῖς και χοιεῖς, γενική χῶν και χοῶν, δοτική χοεῦσιν και χόεσι και χοέσι, αιτιατική χοῦς και χόας και χοας και χοᾶς και χοέας και χοεῖς
Πηγές
επεξεργασία- χοῦς - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- χοῦς, χόος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.