υπερουσιότητα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- υπερουσιότητα < υπερούσιος + -ότητα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαυπερουσιότητα θηλυκό
- (λόγιο) (θρησκεία) η ιδιότητα ή η κατάσταση του υπερούσιου
Μεταφράσεις
επεξεργασία υπερουσιότητα
|
υπερουσιότητα θηλυκό
|