υπερουράνιος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- υπερουράνιος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο επεξεργασία
υπερουράνιος. -α, -ο
- (χημεία) που έχει ατομικό αριθμό πάνω από 92
Μεταφράσεις επεξεργασία
υπερουράνιος
υπερουράνιος. -α, -ο