Δείτε επίσης: ὑπέρυθρος
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υπέρυθρος η υπέρυθρη το υπέρυθρο
      γενική του υπέρυθρου της υπέρυθρης του υπέρυθρου
    αιτιατική τον υπέρυθρο την υπέρυθρη το υπέρυθρο
     κλητική υπέρυθρε υπέρυθρη υπέρυθρο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υπέρυθροι οι υπέρυθρες τα υπέρυθρα
      γενική των υπέρυθρων των υπέρυθρων των υπέρυθρων
    αιτιατική τους υπέρυθρους τις υπέρυθρες τα υπέρυθρα
     κλητική υπέρυθροι υπέρυθρες υπέρυθρα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
υπέρυθρος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὑπέρυθρος < ὑπό + ἐρυθρός & σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική infrarouge ή από την αγγλική infra-red[1] Δεν έχει σχέση με το υπέρ.

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /iˈpe.ɾi.θɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υ‐πέρ‐υ‐θρος

  Επίθετο

επεξεργασία

υπέρυθρος, -η, -ο

  1. (κυριολεκτικά) που μοιάζει κάπως με τον ερυθρό
     συνώνυμα: κοκκινωπός, ερυθρωπός
  2. υπέρυθρες ακτίνες : ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία της οποίας το μήκος κύματος είναι μεγαλύτερο από το μήκος κύματος του ορατού φάσματος, και περιλαμβάνεται ανάμεσα σε 700 nm και 1 mm.
     αντώνυμα: υπεριώδης

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία