Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υπεριώδης η υπεριώδης το υπεριώδες
      γενική του υπεριώδους της υπεριώδους του υπεριώδους
    αιτιατική τον υπεριώδη την υπεριώδη το υπεριώδες
     κλητική υπεριώδη(ς) υπεριώδης υπεριώδες
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υπεριώδεις οι υπεριώδεις τα υπεριώδη
      γενική των υπεριωδών των υπεριωδών των υπεριωδών
    αιτιατική τους υπεριώδεις τις υπεριώδεις τα υπεριώδη
     κλητική υπεριώδεις υπεριώδεις υπεριώδη
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

υπεριώδης < υπερ- + ιώδης, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική ultraviolet (ή γαλλικά)[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /i.pe.ɾiˈo.ðis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υ‐πε‐ρι‐ώ‐δης

  Επίθετο επεξεργασία

υπεριώδης, -ης, -ες

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία