ταμπούρι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ταμπούρι | τα | ταμπούρια |
γενική | του | ταμπουριού | των | ταμπουριών |
αιτιατική | το | ταμπούρι | τα | ταμπούρια |
κλητική | ταμπούρι | ταμπούρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ταμπούρι < μεσαιωνική ελληνική ταμπούρι < τουρκική tabur < οθωμανική τουρκική طابور
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /taˈbu.ɾi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τα‐μπού‐ρι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαταμπούρι ουδέτερο
- (κυριολεκτικά, λαϊκότροπο) αμυντικό προπέτασμα, χαράκωμα, οχύρωμα, προμαχώνας
- (μεταφορικά) σημείο άμυνας ή κάλυψης
Συγγενικά
επεξεργασία- Ταμπούρια (τοπωνύμιο)
- ταμπουρωμένος
- ταμπουρώνομαι
- ταμπουρώνω