Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ταμπούρο τα ταμπούρα
      γενική του ταμπούρου των ταμπούρων
    αιτιατική το ταμπούρο τα ταμπούρα
     κλητική ταμπούρο ταμπούρα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Ταμπούρο από ντραμς.
 
Ταμπούρο παρελάσεων.
 
Ταμπούρα φρένων.

  Ετυμολογία επεξεργασία

ταμπούρο < (άμεσο δάνειο) γαλλική tambour de frein (αρχική σημασία: ταμπούρλο) [1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ταμπούρο ουδέτερο

  1. (μουσικό όργανο) τύμπανο με ειδικό έλασμα, ταμπούρλο
  2. σύστημα φρένων οχημάτων και γενικά μηχανών, στο οποίο η πέδηση γίνεται μέσα σε ειδικό τύμπανο

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία