ταμπούρο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ταμπούρο | τα | ταμπούρα |
γενική | του | ταμπούρου | των | ταμπούρων |
αιτιατική | το | ταμπούρο | τα | ταμπούρα |
κλητική | ταμπούρο | ταμπούρα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ταμπούρο < (άμεσο δάνειο) γαλλική tambour de frein (αρχική σημασία: ταμπούρλο) [1]
Ουσιαστικό επεξεργασία
ταμπούρο ουδέτερο
- (μουσικό όργανο) τύμπανο με ειδικό έλασμα, ταμπούρλο
- σύστημα φρένων οχημάτων και γενικά μηχανών, στο οποίο η πέδηση γίνεται μέσα σε ειδικό τύμπανο
Δείτε επίσης επεξεργασία
- ταμπούρο στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
μουσικό όργανο
φρένο
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ ταμπούρο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας