πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ταμπούρλο τα ταμπούρλα
      γενική του ταμπούρλου των ταμπούρλων
    αιτιατική το ταμπούρλο τα ταμπούρλα
     κλητική ταμπούρλο ταμπούρλα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
ταμπούρλα

Ετυμολογία

επεξεργασία
ταμπούρλο < βόρεια ιταλική διάλεκτος *tamburlo < αραβική طنبور (tanbūr, ταμπουράς) [1]

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ταμπούρλο ουδέτερο

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία