↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ταμπούρλο τα ταμπούρλα
      γενική του ταμπούρλου των ταμπούρλων
    αιτιατική το ταμπούρλο τα ταμπούρλα
     κλητική ταμπούρλο ταμπούρλα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
ταμπούρλα

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ταμπούρλο < βόρεια ιταλική διάλεκτος *tamburlo < αραβική طنبور (tanbūr, ταμπουράς) [1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ta(m)ˈbuɾ.lo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τα‐μπούρ‐λο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ταμπούρλο ουδέτερο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία