νταούλι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | νταούλι | τα | νταούλια |
γενική | του | νταουλιού | των | νταουλιών |
αιτιατική | το | νταούλι | τα | νταούλια |
κλητική | νταούλι | νταούλια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- νταούλι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική νταούλι / ταβούλι < οθωμανική τουρκική طاول (τουρκική davul), αραβική ς προέλευσης → δείτε το μεσαιωνικό νταούλι
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /daˈu.li/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ντα‐ού‐λι
Ουσιαστικό
επεξεργασία
νταούλι ουδέτερο
- (μουσικό όργανο) παραδοσιακό μουσικό όργανο, είδος τύμπανου που κρέμεται από τον ώμο, στο πλάι, και παίζεται χτυπώντας και τις δύο πλευρές του
- (μεταφορικά) για κάτι πολύ πρησμένο
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασία- γίνομαι νταούλι: πρήζομαι υπερβολικά, τουμπανιάζω
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία
- νταούλι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Όροι με νταουλ- — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία
- νταούλι - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
- ↑ νταούλι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.