νταούλι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | νταούλι | τα | νταούλια |
γενική | του | νταουλιού | των | νταουλιών |
αιτιατική | το | νταούλι | τα | νταούλια |
κλητική | νταούλι | νταούλια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- νταούλι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική νταούλι / ταβούλι < οθωμανική τουρκική (τουρκική davul) < αραβική προέλευση → δείτε το μεσαιωνικό νταούλι
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /daˈu.li/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ντα‐ού‐λι
Ουσιαστικό επεξεργασία
νταούλι ουδέτερο
- (μουσικό όργανο) παραδοσιακό μουσικό όργανο, είδος τύμπανου που κρέμεται από τον ώμο, στο πλάι, και παίζεται χτυπώντας και τις δύο πλευρές του
- (μεταφορικά) για κάτι πολύ πρησμένο
Άλλες μορφές επεξεργασία
διαλεκτικά
Εκφράσεις επεξεργασία
- γίνομαι νταούλι: πρήζομαι υπερβολικά, τουμπανιάζω
επεξεργασία
- Νταβουλάρης (επώνυμο)
- νταουλάκι, νταβουλάκι
- Νταουλάρης (επώνυμο)
- νταουλιάζω
- νταουλιέρης
- νταουλτζής
- Νταουλτζής (επώνυμο)
- νταουλόβεργα
- νταουλόξυλο
Δείτε επίσης επεξεργασία
- νταούλι στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
νταούλι
|
επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- νταουλ- - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- νταούλι < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική طاول (τουρκική davul) + -ι < οθωμανική τουρκική طاول (τουρκική davul) + -ι με αποβολή του [v] λόγω της χαλαρής άρθρωσης στα τουρκικά.[1] < πιθανόν αραβική طَبْل (ṭabl, τύμπανο). Δείτε και τη γλώσσα του Ησύχιου, ταβάλα[2]
Ουσιαστικό επεξεργασία
νταούλι ουδέτερο
- (μουσικό όργανο) τύμπανο (→ δείτε το νεοελληνικό νταούλι
Άλλες μορφές επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- νταούλι - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
- ↑ νταούλι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.