Νταβουλτζής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Νταβουλτζής < επάγγελμα μουσικού προέλευσης από την οθωμανική τουρκική ;, στην τουρκική γλώσσα davulcı, ο νταουλιέρης, ο τυμπανιστής → δείτε και τα μεσαιωνικά νταούλι και νταβούλι
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΝταβουλτζής αρσενικό (θηλυκό Νταβουλτζή)
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε Νταουλτζής και νταούλι