νταβούλι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | νταβούλι | τα | νταβούλια |
γενική | του | νταβουλιού | των | νταβουλιών |
αιτιατική | το | νταβούλι | τα | νταβούλια |
κλητική | νταβούλι | νταβούλια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- νταβούλι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική νταούλι / ταβούλι < οθωμανική τουρκική طاول (davul) + -ι → και δείτε το μεσαιωνικό νταούλι
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /daˈvu.li/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ντα‐ού‐λι
Ουσιαστικό
επεξεργασίανταβούλι ουδέτερο
- (μουσικό όργανο) το νταούλι
- άλλες μορφές: ταβούλι
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη νταούλι
Μεταφράσεις
επεξεργασία νταβούλι
|