Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
τυμπανιστής
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Δείτε επίσης
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
τυμπανιστ
ής
οι
τυμπανιστ
ές
γενική
του
τυμπανιστ
ή
των
τυμπανιστ
ών
αιτιατική
τον
τυμπανιστ
ή
τους
τυμπανιστ
ές
κλητική
τυμπανιστ
ή
τυμπανιστ
ές
Κατηγορία
όπως «
ποιητής
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
τυμπανιστές
Ετυμολογία
επεξεργασία
τυμπανιστής
<
αρχαία ελληνική
τυμπανιστής
Ουσιαστικό
επεξεργασία
τυμπανιστής
αρσενικό
(
θηλυκό
:
τυμπανίστρια
)
(
επάγγελμα
) αυτός που παίζει
τύμπανο
Δείτε επίσης
επεξεργασία
ντράμερ
Μεταφράσεις
επεξεργασία
τυμπανιστής
αγγλικά
:
drummer
(en)
σλοβακικά
:
bubeník
(sk)
τσεχικά
:
bubeník
(cs)