Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ντράμερ
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Άλλες μορφές
1.2.2
Δείτε επίσης
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
ντράμερ
Ετυμολογία
επεξεργασία
ντράμερ
<
αγγλική
drummer
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ντράμερ
αρσενικό ή θηλυκό
άκλιτο
(
επάγγελμα
) που παίζει
ντραμς
Άλλες μορφές
επεξεργασία
ντραμίστας
Δείτε επίσης
επεξεργασία
τυμπανιστής
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ντράμερ
αγγλικά
:
drummer
(en)
πολωνικά
:
perkusista
(pl)
σλοβακικά
:
bubeník
(sk)
τσεχικά
:
bubeník
(cs)