Ετυμολογία

επεξεργασία
batteuse < θηλυκό του batteur

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
batteuse batteuses

batteuse (fr) θηλυκό

  1. η αλωνιστική μηχανή
  2. η ντράμερ